κοσμοκράτης

κοσμοκράτης
ο, θηλ. κοσμοκράτισσα (Μ κοσμοκράτης)
ο εξουσιαστής τού κόσμου, ο κοσμοκράτορας
νεοελλ.
ο οπαδός τής κοσμοκρατίας, αυτός που αποδέχεται τον ιμπεριαλισμό ως δόγμα και ως πρακτική.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο)-* + -κράτης (< κράτος), πρβλ. δημο-κράτης, τρομο-κράτης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κοσμ(ο)- — (ΑM κοσμ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων τής Ελληνικής που δηλώνει: 1. το σύνολο τών ανθρώπων, την οικουμένη (πρβλ. κοσμοκράτης, κοσμοξακουσμένος): 2. την επίγεια ζωή (πρβλ. κοσμόβιος, κοσμοκαλόγερος) 3. το σύμπαν, το στερέωμα, το διάστημα (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • κοσμοκρατία — η το πολιτικό δόγμα τού ιμπεριαλισμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμοκράτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1831 στον Αναστάσιο Πολυζωίδη] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”